περιορίσιμος

περιορίσιμος
ος , ον поддающийся ограничению, ограничиваемый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "περιορίσιμος" в других словарях:

  • περιορίσιμος — η, ο, Ν [περιόρισις] αυτός που μπορεί να περιοριστεί …   Dictionary of Greek

  • ανασχετός — ή, ό (Α ἀνασχετός και ἀνσχετός, όν) [ανέχω] ανεκτός, υποφερτός νεοελλ. αυτός που είναι δυνατόν να αναχαιτιστεί, περιορίσιμος …   Dictionary of Greek

  • υφέσιμος — η, ο αυτός που επιδέχεται ελάττωση, ο μειώσιμος, ο περιορίσιμος: Υφέσιμος πυρετός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»